ἐσφυδωμένοι

ἐσφυδωμένοι
σφυδόω
to be in full health
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σφυδώ — όω ή άω, Α 1. είμαι γεμάτος σφρίγος και ευεξία, είμαι σφριγηλός 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) σφυδῶν (κατά τον Ησύχ.) «εὔρωστος, ἰσχυρός, σκληρός» 3. φρ. «δειπνοῡσιν ἐσφυδωμένοι τἀλλότρια» (στον Τιμοκλ.) τρώνε τα ξένα με τόση απληστία ώστε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”